πολιόχρως

πολιόχρως
-ωτος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα
2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό-χρως, μελανό-χρως)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολιόχρωσι — πολιόχρως white coloured masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”