- πολιόχρως
- -ωτος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό-χρως, μελανό-χρως)].
Dictionary of Greek. 2013.